- λυσιτελώ
- (Α λυσιτελῶ, -έω) [λυσιτελής]αποβαίνω ωφέλιμος, παρέχω κέρδος («οὔ φημ' ἂν λυσιτελεῑν σφῷν [τοῡτο]», Αριστοφ.)αρχ.1. αποζημιώνω για δαπάνη που έγινε ή πληρώνω τα οφειλόμενα2. (συν. ως απρόσ.) λυσιτελεῑ μοιείναι καλύτερα για μένα, μέ συμφέρει3. (με κακή έννοια) συνωμοτώ4. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ λυσιτελοῡνωφέλεια, κέρδος.
Dictionary of Greek. 2013.